κόλπος

κόλπος
κόλπος, ,
A bosom, lap,

παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα Il.6.400

; ἂψ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐκλίνθη ib.467; ἡ δ' ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ (cf. 111.1) ib.483; ἱμάντα τέῳ ἐγκάτθεο κ. put the girdle in thy bosom, 14.219;

εἰς κόλπον πτύσαι Thphr.Char.16.15

(cf. πτύω)

; ἐν κόλπῳ εἶχες ὄφιν Thgn.602

;

ὁ κ. Αβραάμ Ev.Luc.16.22

; freq. of pet birds or animals,

τρέφειν ἐν κ. Herod.6.102

; κυνίδιον ἐν κόλπῳ τιθηνούμενον lap-dog, Plu.2.472c;

κίσσαν ἐκ μέσων τῶν κόλπων ἁρπάσας Luc.Jud.Voc.8

; so

τὸ θυγάτριον ἐκ κόλπων τῶν ἐμῶν ἀναρπάσαντα Hld.4.14

: metaph.,

εἰς τοὺς εὐανθεῖς κ. λειμώνων Ar.Ra.373

(lyr.);

λειμώνων φύλλων τ' ἐν κόλποις ναίω Id.Av.1094

(lyr.); also τὰ ὑπὸ κόλπου, = τὰ ἀφροδίσια, Luc.Alex.39.
2 = αἰδοῖον γυναικεῖον, esp. vagina, Sor.1.16, al., Ruf.Onom.196, Poll.2.222: pl., Sor.1.70b, S.E.M.5.62.
b κόλποι τῆς ὑστέρας supposed sinuses in the womb, Hp.Nat.Puer.31, Sor.1.9 (sg.), Gal.UP14.4.
c in poets more vaguely of the whole sinus genitalis, womb, in pl., E.Hel.1145 (lyr.), Call.Jov.15: sg., Id.Del. 214;

δεσποίνας ὑπὸ κόλπον ἔδυν Orph.Fr.32c

.8; θεὸς διὰ κόλπου ib. 31i24: metaph., of the grave,

σῶμα σὸν ἐν κόλποις . . γαῖα καλύπτει IG2.3839

, cf. 3412, Epigr.Gr.214.7 ([place name] Rhenea); κ. ἡμερῶν, of the womb of time, Ezek.Exag.39.
d of other cavities, οἱ κ. τῆς κοιλίας, in the ἐχῖνος, Arist.HA530b27; of the ventricles of the heart, Poll.2.216.
II fold of a garment, esp. as it fell over the girdle, freq. in pl.,

δεύοντο δὲ δάκρυσι κ. Il.9.570

, cf. A.Pers.539 (anap.), etc.: also in sg.,

κ. βαθὺν καταλιπόμενος τοῦ κιθῶνος Hdt.6.125

; κόλπον ἀνιεμένη letting down the bosom of her robe, i.e. baring her breast, Il.22.80;

ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι Theoc.15.134

; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, i.e. she concealed her pregnancy by the loose folds of her robe, Pi.O.6.31;

κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ Od.15.469

;

κόλπῳ φέρουσα . . πεπλώματος A.Th.1044

; ὑπὸ κόλπου (v.l. -) χεῖρας ἔχειν 'keep one's hand in one's pocket', of a stingy person, Theoc.16.16;

ὑπὸ κόλπου Luc.Herm.37

, 81, Hes.2, Merc.Cond.27; ὑπὸ κόλπον Hsch.s.v. μασχαλοληπτεῖ, v.l. in Luc.Ind.12.
III any bosom-like hollow:
1 of the sea, first in a half-literal sense, of a sea-goddess, Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ received him in her bosom, Il.6.136, cf. supr.1.1: generally,

δῦτε θαλάσσης εὐρέα κ. 18.140

, cf. Od.4.435; εἴσω ἁλὸς εὐρέα κ. ll.21.125: in pl.,

κατὰ δεινοὺς κ. ἁλός Od.5.52

; also

κόλποι αἰθέρος Pi.O.13.88

;

Ἐρέβους ἐν ἀπείροσι κ. Ar. Av.694

.
2 bay, gulf, Ἑρμιόνην Ἀσίνην τε, βαθὺν κατὰ κ. ἐχούσας, i.e. βαθὺν κατεχούσας κόλπον, Il.2.560;

Μηλιεὺς κ. A.Pers.486

; κ. Ῥέας, i.e. the Adriatic, Id.Pr.837;

Τυρσηνικὸς κ. S.Fr.598

, cf. Hdt.2.11, 7.58,198, Th.2.90, etc.
3 vale,

κ. Ἀργεῖος Pi.P.4.49

;

Νεμέας Id.O.9.87

, cf. 14.23;

Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant.1121

(lyr.);

κ. Τροίας E.Tr.130

(lyr.);

Πιερικὸς κ. Th.2.99

, cf. X.HG 6.5.17.
4 of a fortified site, salient, Ph.Bel.86.8.
5 ὁ κ. τοῦ ἅρματος bottom of the chariot, LXX 3 Ki.22.35.
6 fistulous ulcer which spreads under the skin, Dsc.1.128, Heliod. ap. Orib.44.8.22, Gal.11.125.
IV in Tactics, enveloping force, Onos.21.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλπος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Κόλπος Ορφανού — Sp Strimòno įlanka Ap Στρυμονικός Κόλπος/Strymonikos Kolpos Sp Orfãno įlanka Ap Κόλπος Ορφανού/Kolpos Orfanou L Egėjo j., ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Άγιου Όρους — Sp Ãgios Òro įlanka Ap Κόλπος Άγιου Όρους/Kolpos Agiou Orous L Egėjo j., ŠR Graikija (Chalkidikė) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Ιερισσού — Sp Jeriso įlanka Ap Κόλπος Ιερισσού/Kolpos Ierissou L prie Chalkidikės r krantų, ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Κισσάμοu — Sp Kisãmo įlanka Ap Κόλπος Κισσάμοu/Kolpos Kissamou L prie Kretos š vakarų, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Σούδαs — Sp Sùdos įlanka Ap Κόλπος Σούδαs/Kolpos Soudas L Egėjo j., Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”